βοηθητικος

βοηθητικος
    βοηθητικός
    3
    1) готовый оказать помощь
    

(ἔν τινι Arst.; τοῖς πένησι Plut.)

    2) несущий помощь, действенный
    

(πρὸς τὰς καλὰς πράξεις Arst.)

    3) защищающий, ограждающий, предохраняющий
    

(πρὸς τὰς ἀδικίας Arst.; πρὸς τέν κολακείαν Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "βοηθητικος" в других словарях:

  • βοηθητικός — ready masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοηθητικός — ή, ό (AM βοηθητικός, ή, όν) [βοηθώ] κατάλληλος ή ικανός να βοηθήσει νεοελλ. 1. εκείνος που υποβοηθεί, που έχει δευτερεύουσα σημασία 2. το αρσ. ως ουσ. ο βοηθητικός ο στρατιώτης που λόγω κάποιου προβλήματος υγείας δεν κατατάσσεται στους μάχιμους… …   Dictionary of Greek

  • βοηθητικός — ή, ό 1. αυτός που μπορεί ή είναι κατάλληλος να βοηθήσει: Η εργασιακή εμπειρία είναι βοηθητική στην καριέρα κάποιου. 2. (γραμμ.), βοηθητικά ρήματα, βοηθητικά μόρια: Τα ρήματα έχω και είμαι ονομάζονται βοηθητικά. 3. ο δευτερεύων, όχι ο βασικός και… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βοηθητικά — βοηθητικός ready neut nom/voc/acc pl βοηθητικά̱ , βοηθητικός ready fem nom/voc/acc dual βοηθητικά̱ , βοηθητικός ready fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοηθητικώτερον — βοηθητικός ready adverbial comp βοηθητικός ready masc acc comp sg βοηθητικός ready neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοηθητικόν — βοηθητικός ready masc acc sg βοηθητικός ready neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοηθητικώτατα — βοηθητικός ready adverbial superl βοηθητικός ready neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοηθητικοῦ — βοηθητικός ready masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοηθητικούς — βοηθητικός ready masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοηθητικῆς — βοηθητικός ready fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοηθητική — βοηθητικός ready fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»